- Καισαρεών
- Καισαρεών και Καισάρειος και Καισάριος, ὁ (Α)(ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Αίγυπτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καῖσαρ, αναλογικά προς άλλες ονομασίες μηνών, πρβλ. Ποσειδ-εών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καισαρέων — Καισάρης masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καισάρειος — α, ο (Α καισάρειος, ον θηλ. και εία) αυτός που ανήκει στον καίσαρα, καισαρικός, αυτοκρατορικός αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Καισάρειος και ιος (ενν. μήν) Καισαρεών* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί Καισάρειοι οι απελεύθεροι τού Καίσαρος 3. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek